- υδρομετέωρο
- το, Νσυν. στον πληθ. τα υδρομετέωρα(μετεωρ.) τα σωματίδια νερού ή πάγου που σχηματίζονται στην ατμόσφαιρα ή στην επιφάνεια τού εδάφους λόγω τής συμπύκνωσης ή τής πήξης τών υδρατμών.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + μετέωρο. Η λ., στον πληθ. υδρομετέωρα, μαρτυρείται από το 1883 στον Ν. Κ. Μάκαρο].
Dictionary of Greek. 2013.